- φιλότεχνον
- φιλότεχνοςfond ofmasc/fem acc sgφιλότεχνοςfond ofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλότεχνος — η, ο / φιλότεχνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.) 2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και … Dictionary of Greek
ԱՐՈՒԵՍՏԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0373 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 8c գ. φιλοτεχνία, φιλοτέχνον, φιλοτέχνημα studium artis, industriae amor, artificium, opus Սէր եւ փոյթ յարուեստս եւʼի ճարտարութիւնս. ճարտարութիւն. *Ուստի՞ մեղուացն եւ սարդիցն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)